- προωστήρ
- (-ήρος) ο1) мор. гребное колесо; судовой винт; 2) двигатель, силовая установка; ракетный (реактивный) двигатель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προωστήρας — ο, Ν τεχνολ. μηχανικό μέσο ενός κινητού με το οποίο προκαλείται η πρόωσή του, όπως είναι οι έλικες τών πλοίων και τών αεροσκαφών, οι αεριοστρόβιλοι τών αεριωθούμενων αεροπλάνων, οι πύραυλοι τών βλημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προωθώ (πρβλ. πρόωσ η) +… … Dictionary of Greek